Απαγορεύεται αυστηρά η χρήση φωτογραφικού υλικού χωρίς την έγγραφη άδεια του ιδιοκτήτη. Για την χρήση του επικοινωνήστε μαζί μας.
Δυο λέξεις που συμβολίζουν και εκφράζουν σύμπαντα τον Ποντιακό Ελληνισμό, που σηματοδοτούν την μαρτυρική του πορεία στο χωροχρόνο εδώ και δεκαεφτά, περίπου, αιώνες, που επισημαίνουν εμφατικά το παρελθόν, το παρόν αλλά και το μέλλον του, που ενσαρκώνουν την πίστη και τα οράματά του, που αποτελούν την καταφυγή και την ελπίδα του, την ψυχή της ψυχής του, το είναι του. Τον Ποντιακό Ελληνισμό, που του στερήθηκε το δικαίωμα να κατοικεί στην Ιστορική του Πατρίδα, όπου εκεί στα παράλια του Ευξείνου Πόντου ανέπτυξε για τρείς χιλιάδες χρόνια έναν σημαντικότατο πολιτισμό. Οι λέξεις Παναγία Σουμελά επισημαίνουν εμβληματικά όλη τη χριστιανική ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού, το κλέος του και τις χαρές του, τα ηρωικά κατορθώματα των Ακριτών και την Αυτοκρατορία των Μεγαλοκομνηνών της Τραπεζούντας, τους θρύλους, τα τραγούδια και τους λεβέντικους χορούς του, το πνεύμα του και την καρδιά του. Έργο του Αποστόλου και Ευαγγελιστή Λουκά είναι σύμφωνα με την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας που σήμερα βρίσκεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό στο Βέρμιο. Το όνομα Σουμελά ετυμολογείται από το όρος Mελά και το ποντιακό ιδίωμα «σού», που σημαίνει «εις το», και έγινε Σουμελά «εις του Μελά». Το 386 μ.Χ, οι Αθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος ίδρυσαν το μοναστήρι στο όρος Mελά στον Πόντο, ύστερα από αποκάλυψη της Παναγίας. Εκεί, σύμφωνα με την παράδοση, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία είχε εικονογραφήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Κατά καιρούς έκαναν επιδρομές στη Μονή κλέφτες και αλλόθρησκοι λόγω του πλούτου και της φήμης της. Υπάρχουν σχετικές αναφορές για θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού. Οι ιδρυτές του μοναστηριού συνέχισαν τη δράση τους και έξω από τον προσκηνυματικό χώρο. Σε απόσταση 12 χιλιομέτρων από τη μονή, απέναντι από το χωριό Σκαλίτα, έχτισαν το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης και σε απόσταση δύο χιλιομέτρων το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, στο οποίο οι μοναχοί το 1922 έκρυψαν την εικόνα της Μεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Μανουήλ Γ΄ του Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου. Η μονή κατά καιρούς υπέφερε από τις επιδρομές των αλλόπιστων και των κλεπτών, εξ αιτίας της φήμης και του πλούτου που απέκτησε. Μερικά περιστατικά συνδέονται και με θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για τη σωτηρία του μοναστηριού. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε, για να ανασυσταθεί από τον Τραπεζούντιο Όσιο Χριστόφορο το 644. Τη μονή προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης B΄ Κομνηνός (1285-1293), Αλέξιος B΄ Κομνηνός (1293-1330), Βασίλειος Α΄ Κομνηνός (1332-1340). Πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία χειρόγραφα φυλάγονταν στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, μέχρι τον ξεριζωμό. Mέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Ιωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα. Το 1922, εποχή που οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και του Πόντου διώχτηκαν από τα εδάφη των προγόνων τους, οι μοναχοί έκρυψαν την εικόνα της Mεγαλόχαρης, τον σταυρό του αυτοκράτορα Mανουήλ Γ΄ Kομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου, στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Τότε, η Ιερή Εικόνα θάφτηκε για τριάντα περίπου χρόνια στα αγιασμένα χώματα της. Ο Πολύκαρπος Ψωμιάδης, και ο Λεωνίδας Ιασονίδης, Μητροπολίτης Ξάνθης και υπουργός αντίστοιχα επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ζήτησαν τη μεσολάβηση του πρωθυπουργού για την απελευθέρωση της εικόνας. Το αίτημα εγκρίθηκε από τον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού. Ο Αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος, από τους τελευταίους μοναχούς της μονής, ταξίδεψε στον Πόντο και έπειτα από πολλές προσπάθειες βρήκε την εικόνα, τον πολύτιμο Σταυρό με το Τίμιο Ξύλο , το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστόφορου που είχαν ενταφιαστεί μαζί με την εικόνα. Αμέσως τα μετέφερε στην Αθήνα ,όπου εναποτέθηκαν στο βυζαντινό μουσείο Αθηνών, έως το 1951 όπου ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη το σωματείο Παναγία Σουμελά από τον γιατρό Φίλωνα Κτενίδη.